- ἐσφάλιξεν
- σφαλίζωfetteraor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαλίζω — ΝΜΑ [σφαλός] νεοελλ. κλείνω μέσα, περιορίζω νεοελλ. μσν. 1. κλείνω («το λαγουτάρι αναζητά, τού τραγουδιού θυμάται και τα βιβλία σφάλιξε», Ερωτόκρ.) 2. φράζω τη δίοδο, εμποδίζω («ἐγὼ ἐκεῑνον τὸν Μουσοὺρ ἀπέκτεινα δικαίως τὸν λῃστήν, ποὺ σφάλιζεν… … Dictionary of Greek